βαρβατεύω

βαρβατεύω
αμετ.
1) находиться в состоянии течки (о животных); 2) находиться в состоянии полового возбуждения (о человеке); 3) усиливаться, нарастать (о шторме, ветре)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαρβατεύω" в других словарях:

  • βαρβατεύω — [βαρβάτος] 1. αρχίζω να αισθάνομαι τη γενετήσια ορμή 2. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 3. δυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • βαρβατεύω — εψα, βαρβατεμένος, και βαρβατιάζω ιασα, βαρβατιασμένος 1. βρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό, βρίσκομαι σε περίοδο έντονης σεξουαλικής επιθυμίας: Τα κριάρια βαρβατεύουν το καλοκαίρι. 2. γίνομαι ζωηρός, ορμητικός, δυνατός: Όσο χειμωνιάζει, βαρβατεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαρβάτευτος — η, ο [βαρβατεύω] 1. αυτός που δεν βαρβατεύτηκε 2. αυτός που δεν βρίσκεται σε γενετήριο οργασμό …   Dictionary of Greek

  • βαρβατιάζω — [βαρβάτος] 1. βαρβατεύω 2. αυξάνομαι …   Dictionary of Greek

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»